- ἀσκήνως
- ἄσκηνοςwithout tentsadverbialἄσκηνοςwithout tentsmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσκηνος — ἄσκηνος, ον (Α) |.1. αυτός που δεν βρίσκεται κάτω από σκηνή, ο υπαίθριος 2. εκείνος που δεν έχει σκηνοθετηθεί, ο αληθινός II. επίρρ. ασκήνως χωρίς σκηνοθεσία, με ειλικρίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκηνος < σκηνή] … Dictionary of Greek